ὄτοβος

ὄτοβος
ὄτοβος
Grammatical information: m.
Meaning: `noise, sharp sound' (Hes., A., S., Antim.).
Derivatives: ὀτοβ-έω `to make noise, to din' (A.).
Origin: ONOM [onomatopoia, and other elementary formations]. (PGX)
Etymology: Onomatopoetic wit βο-suffix as in θόρυβος, κόναβος a.o. -- Besides the reduplicated interj. ὀτοτοῖ `ah!, woe!' (trag.; Schwyzer-Debrunner 600 f.) with ὀτοτ-ύζω 'cry ὀτοτοῖ, lament' (A., Ar.; Schw. 716).
Page in Frisk: 2,440

Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό). . 2010.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • ότοβος — ὄτοβος, ὁ (Α) 1. ισχυρός κρότος, θόρυβος, κτύπος, βοή («ὄτοβον ἁρμάτων ἀμφὶ πόλιν κλύω», Αισχύλ.) 2. (γενικά) ήχος («γλυκὺν αὐλῶν ὄτοβον», Σοφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Ηχομιμητική λ. με εκφραστικό επίθημα βος (πρβλ. θόρυβος, φλοίσβος), βλ. και λ. οτοτοί] …   Dictionary of Greek

  • ὄτοβος — any loud noise masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὄτοβοι — ὄτοβος any loud noise masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὄτοβον — ὄτοβος any loud noise masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • οτοβώ — ὀτοβῶ, έω (Α) [ότοβος] ηχώ δυνατά, κάνω άγριο θόρυβο, θορυβώ …   Dictionary of Greek

  • οτοτοί — ὀτοτοῑ και ὀττοτοῑ και ὀτοτοτοτοῑ και ὀττοτοτοτοτοῑ και ὀττοτοττοτοῑ (Α) (επιφών. για πόνο, θλίψη κ.λπ.) ωχ!, αχ! [ΕΤΥΜΟΛ. Ηχομιμητική λ. που συνδέεται με το ὄτοβος*] …   Dictionary of Greek

  • στρίβος — ὁ, Α αδύνατη, ασθενής αλλά και οξεία φωνή. [ΕΤΥΜΟΛ. Ηχομιμητική λ. με εκφραστικό επίθημα βος (πρβλ. ὄτοβος, φλοίσβος)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”